Οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. — οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. См. Слово воробей, вылетит, назад не поймаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
неоудобь — (52) пр. и нар. I. Пр. нескл. Трудный, затруднительный; невозможный: аште ли неѹдобь бѹдеть таковоѥ. ли коѥа ради бѣды. ли дългости ради пѹти (δυσχερές) КЕ XII, 21б; [долготерпеливый] нѣ(с) пови||ненъ въ льстьхъ. неудобь на противленьѥ. въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… … Dictionary of Greek
Слово(не) воробей, вылетит, назад не поймаешь — Слово (не) воробей, вылетитъ, назадъ не поймаешь. Слово сказавъ, не поймаешь; молвишь не воротишь. Плюнешь, не поймаешь (не перехватишь); слово выпустишь, не воротишь. Болтается, не воротится. Ср. Отецъ... меня гонитъ со свѣту!.. У меня языкъ не… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ASPHALTUS et ASPHALTIS et ASPHALTITES — ASPHALTUS, et ASPHALTIS, et ASPHALTITES lacus Iudaeae in Pentapoli, in quo nihil grave submergi potest. In eo fuêre So doma et Gomorrha, Admah et Zeboim, quae, propter nefandam populi luxuriem et libidinem, caelitus exustae sunt. Mare mortuum, a… … Hofmann J. Lexicon universale
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
ευπαλής — (I) εὐπαλής, ές (Α) 1. (για αγώνες) αυτός που κερδίζεται εύκολα, που επιτελείται εύκολα («ἄεθλοι εὐπαλέες», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαλές ῥᾴδιον». επίρρ... εὐπαλῶς, εὐπαλέως (Α) εύκολα, με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ευτυκής — εὐτυκής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐτυχές εὐεργές, εὐχερές, εὐποίητον, ῥᾴδιον». επίρρ... εὐτυκῶς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ῥᾳδίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τύκος (ο) «τσεκούρι, όργανο για σμίλευση»] … Dictionary of Greek
ζήτημα — το (AM ζήτημα) [ζητώ]·1. αυτό το οποίο ζητείται, το αντικείμενο τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον ζήτημα» δεν είναι πράγμα που βρίσκεται εύκολα, Ευρ.) 2. αιτία προστριβών, διαφορά, διένεξη («δημιουργεί ζητήματα εκ τού μηδενός» γεννά αφορμές για… … Dictionary of Greek
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek